Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγάστωρ
προγελάω
προγένειος
προγενέστερος
προγενής
προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
προγήρως
προγίγνομαι
προγιγνώσκω
View word page
προγεύσιμον
food taken before a meal

ShortDef

food taken before a meal

Debugging

Headword:
προγεύσιμον
Headword (normalized):
προγεύσιμον
Headword (normalized/stripped):
προγευσιμον
IDX:
73210
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73211
Key:

Data

{'content': 'food taken before a meal'}