Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγαστρίδιος
προγάστωρ
προγελάω
προγένειος
προγενέστερος
προγενής
προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
προγήρως
προγίγνομαι
View word page
προγευματίζω
taste before

ShortDef

taste before

Debugging

Headword:
προγευματίζω
Headword (normalized):
προγευματίζω
Headword (normalized/stripped):
προγευματιζω
IDX:
73209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73210
Key:

Data

{'content': 'taste before'}