Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπίσκευος
ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονέω
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίστητος
ἀνεπιστρεπτέω
ἀνεπίστρεπτος
ἀνεπιστρεφής
ἀνεπιστρεψία
View word page
ἀνεπιστάτητος
without inspector, without tutelary genius

ShortDef

without inspector, without tutelary genius

Debugging

Headword:
ἀνεπιστάτητος
Headword (normalized):
ἀνεπιστάτητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπιστατητος
IDX:
7320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7321
Key:

Data

{'content': 'without inspector, without tutelary genius'}