Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προγαστρίδιον
προγαστρίδιος
προγάστωρ
προγελάω
προγένειος
προγενέστερος
προγενής
προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
προγήρως
View word page
προγέρων
older
ShortDef
older
Debugging
Headword:
προγέρων
Headword (normalized):
προγέρων
Headword (normalized/stripped):
προγερων
IDX:
73208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73209
Key:
Data
{'content': 'older'}