Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγαστρίδιος
προγάστωρ
προγελάω
προγένειος
προγενέστερος
προγενής
προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
προγηράσκω
View word page
προγεννήτωρ
forefathers

ShortDef

forefathers

Debugging

Headword:
προγεννήτωρ
Headword (normalized):
προγεννήτωρ
Headword (normalized/stripped):
προγεννητωρ
IDX:
73207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73208
Key:

Data

{'content': 'forefathers'}