Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγανόω
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγαστρίδιος
προγάστωρ
προγελάω
προγένειος
προγενέστερος
προγενής
προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
προγήθω
View word page
προγεννήτειρα
ancestress: mother

ShortDef

ancestress: mother

Debugging

Headword:
προγεννήτειρα
Headword (normalized):
προγεννήτειρα
Headword (normalized/stripped):
προγεννητειρα
IDX:
73206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73207
Key:

Data

{'content': 'ancestress: mother'}