Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόγαμος
προγανόω
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγαστρίδιος
προγάστωρ
προγελάω
προγένειος
προγενέστερος
προγενής
προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
προγεωργός
View word page
προγεννάω
beget before
ShortDef
beget before
Debugging
Headword:
προγεννάω
Headword (normalized):
προγεννάω
Headword (normalized/stripped):
προγενναω
IDX:
73205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73206
Key:
Data
{'content': 'beget before'}