Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγάμιος
πρόγαμος
προγανόω
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγαστρίδιος
προγάστωρ
προγελάω
προγένειος
προγενέστερος
προγενής
προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
προγεωργέω
View word page
προγενής
born before, primaeval

ShortDef

born before, primaeval

Debugging

Headword:
προγενής
Headword (normalized):
προγενής
Headword (normalized/stripped):
προγενης
IDX:
73204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73205
Key:

Data

{'content': 'born before, primaeval'}