Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προγαμιαῖος
προγάμιος
πρόγαμος
προγανόω
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγαστρίδιος
προγάστωρ
προγελάω
προγένειος
προγενέστερος
προγενής
προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
προγεωμετρέω
View word page
προγενέστερος
born before, older

ShortDef

born before, older

Debugging

Headword:
προγενέστερος
Headword (normalized):
προγενέστερος
Headword (normalized/stripped):
προγενεστερος
IDX:
73203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73204
Key:

Data

{'content': 'born before, older'}