Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προγαμέω
προγαμιαῖος
προγάμιος
πρόγαμος
προγανόω
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγαστρίδιος
προγάστωρ
προγελάω
προγένειος
προγενέστερος
προγενής
προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
προγεύω
View word page
προγένειος
with prominent chin, long-chinned
ShortDef
with prominent chin, long-chinned
Debugging
Headword:
προγένειος
Headword (normalized):
προγένειος
Headword (normalized/stripped):
προγενειος
IDX:
73202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73203
Key:
Data
{'content': 'with prominent chin, long-chinned'}