Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβώμιος
προγαμέω
προγαμιαῖος
προγάμιος
πρόγαμος
προγανόω
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγαστρίδιος
προγάστωρ
προγελάω
προγένειος
προγενέστερος
προγενής
προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
προγέρων
προγευματίζω
προγεύσιμον
προγεύστης
View word page
προγελάω
smile before

ShortDef

smile before

Debugging

Headword:
προγελάω
Headword (normalized):
προγελάω
Headword (normalized/stripped):
προγελαω
IDX:
73201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73202
Key:

Data

{'content': 'smile before'}