Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπιρρήτως
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπίσκευος
ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονέω
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίστητος
ἀνεπιστρεπτέω
ἀνεπίστρεπτος
ἀνεπιστρεφής
View word page
ἀνεπιστασία
inattention, thoughtlessness

ShortDef

inattention, thoughtlessness

Debugging

Headword:
ἀνεπιστασία
Headword (normalized):
ἀνεπιστασία
Headword (normalized/stripped):
ανεπιστασια
IDX:
7319
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7320
Key:

Data

{'content': 'inattention, thoughtlessness'}