Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόβραχυς
προβρέχω
πρόβροτος
προβύω
προβώμιος
προγαμέω
προγαμιαῖος
προγάμιος
πρόγαμος
προγανόω
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγαστρίδιος
προγάστωρ
προγελάω
προγένειος
προγενέστερος
προγενής
προγεννάω
προγεννήτειρα
προγεννήτωρ
View word page
προγαργαλίζω
to prepare oneself for tickling
ShortDef
to prepare oneself for tickling
Debugging
Headword:
προγαργαλίζω
Headword (normalized):
προγαργαλίζω
Headword (normalized/stripped):
προγαργαλιζω
IDX:
73197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73198
Key:
Data
{'content': 'to prepare oneself for tickling'}