Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πρόβουλος
προβραχής
πρόβραχυς
προβρέχω
πρόβροτος
προβύω
προβώμιος
προγαμέω
προγαμιαῖος
προγάμιος
πρόγαμος
προγανόω
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγαστρίδιος
προγάστωρ
προγελάω
προγένειος
προγενέστερος
προγενής
προγεννάω
View word page
πρόγαμος
betrothed

ShortDef

betrothed

Debugging

Headword:
πρόγαμος
Headword (normalized):
πρόγαμος
Headword (normalized/stripped):
προγαμος
IDX:
73195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73196
Key:

Data

{'content': 'betrothed'}