Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προβουλή
προβούλιον
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβραχής
πρόβραχυς
προβρέχω
πρόβροτος
προβύω
προβώμιος
προγαμέω
προγαμιαῖος
προγάμιος
πρόγαμος
προγανόω
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγαστρίδιος
προγάστωρ
προγελάω
προγένειος
View word page
προγαμέω
live with
ShortDef
live with
Debugging
Headword:
προγαμέω
Headword (normalized):
προγαμέω
Headword (normalized/stripped):
προγαμεω
IDX:
73192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73193
Key:
Data
{'content': 'live with'}