Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβούλευσις
προβουλεύω
προβουλή
προβούλιον
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβραχής
πρόβραχυς
προβρέχω
πρόβροτος
προβύω
προβώμιος
προγαμέω
προγαμιαῖος
προγάμιος
πρόγαμος
προγανόω
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγαστρίδιος
προγάστωρ
View word page
προβύω
to push up

ShortDef

to push up

Debugging

Headword:
προβύω
Headword (normalized):
προβύω
Headword (normalized/stripped):
προβυω
IDX:
73190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73191
Key:

Data

{'content': 'to push up'}