Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβούλευμα
προβούλευσις
προβουλεύω
προβουλή
προβούλιον
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβραχής
πρόβραχυς
προβρέχω
πρόβροτος
προβύω
προβώμιος
προγαμέω
προγαμιαῖος
προγάμιος
πρόγαμος
προγανόω
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
προγαστρίδιος
View word page
πρόβροτος
former mortal

ShortDef

former mortal

Debugging

Headword:
πρόβροτος
Headword (normalized):
πρόβροτος
Headword (normalized/stripped):
προβροτος
IDX:
73189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73190
Key:

Data

{'content': 'former mortal'}