Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προβουλεία
προβούλευμα
προβούλευσις
προβουλεύω
προβουλή
προβούλιον
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβραχής
πρόβραχυς
προβρέχω
πρόβροτος
προβύω
προβώμιος
προγαμέω
προγαμιαῖος
προγάμιος
πρόγαμος
προγανόω
προγαργαλίζω
προγαστρίδιον
View word page
προβρέχω
soak beforehand
ShortDef
soak beforehand
Debugging
Headword:
προβρέχω
Headword (normalized):
προβρέχω
Headword (normalized/stripped):
προβρεχω
IDX:
73188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73189
Key:
Data
{'content': 'soak beforehand'}