Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβόσκημα
προβοσκίς
προβοσκός
προβουλεία
προβούλευμα
προβούλευσις
προβουλεύω
προβουλή
προβούλιον
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβραχής
πρόβραχυς
προβρέχω
πρόβροτος
προβύω
προβώμιος
προγαμέω
προγαμιαῖος
προγάμιος
πρόγαμος
View word page
πρόβουλος
debating beforehand

ShortDef

debating beforehand

Debugging

Headword:
πρόβουλος
Headword (normalized):
πρόβουλος
Headword (normalized/stripped):
προβουλος
IDX:
73185
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73186
Key:

Data

{'content': 'debating beforehand'}