Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβόλιμος
προβόλιον
πρόβολος
πρόβολος2
προβόσκημα
προβοσκίς
προβοσκός
προβουλεία
προβούλευμα
προβούλευσις
προβουλεύω
προβουλή
προβούλιον
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβραχής
πρόβραχυς
προβρέχω
πρόβροτος
προβύω
προβώμιος
View word page
προβουλεύω
to contrive

ShortDef

to contrive

Debugging

Headword:
προβουλεύω
Headword (normalized):
προβουλεύω
Headword (normalized/stripped):
προβουλευω
IDX:
73181
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73182
Key:

Data

{'content': 'to contrive'}