Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβολεύς
προβολή
προβόλιμος
προβόλιον
πρόβολος
πρόβολος2
προβόσκημα
προβοσκίς
προβοσκός
προβουλεία
προβούλευμα
προβούλευσις
προβουλεύω
προβουλή
προβούλιον
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβραχής
πρόβραχυς
προβρέχω
πρόβροτος
View word page
προβούλευμα
a preliminary order of the senate

ShortDef

a preliminary order of the senate

Debugging

Headword:
προβούλευμα
Headword (normalized):
προβούλευμα
Headword (normalized/stripped):
προβουλευμα
IDX:
73179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73180
Key:

Data

{'content': 'a preliminary order of the senate'}