Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβοηθέω
προβόλαιος
προβολεύς
προβολή
προβόλιμος
προβόλιον
πρόβολος
πρόβολος2
προβόσκημα
προβοσκίς
προβοσκός
προβουλεία
προβούλευμα
προβούλευσις
προβουλεύω
προβουλή
προβούλιον
προβουλόπαις
πρόβουλος
προβραχής
πρόβραχυς
View word page
προβοσκός
an assistant herdsman

ShortDef

an assistant herdsman

Debugging

Headword:
προβοσκός
Headword (normalized):
προβοσκός
Headword (normalized/stripped):
προβοσκος
IDX:
73177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73178
Key:

Data

{'content': 'an assistant herdsman'}