Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προβλητικός
πρόβλητος
προβλήτωρ
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολεύς
προβολή
προβόλιμος
προβόλιον
πρόβολος
πρόβολος2
προβόσκημα
προβοσκίς
προβοσκός
προβουλεία
προβούλευμα
προβούλευσις
προβουλεύω
προβουλή
View word page
προβόλιον
a boar-spear
ShortDef
a boar-spear
Debugging
Headword:
προβόλιον
Headword (normalized):
προβόλιον
Headword (normalized/stripped):
προβολιον
IDX:
73172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73173
Key:
Data
{'content': 'a boar-spear'}