Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεπιπληξία
ἀνεπιπρόσθητος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπιρρήτως
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπίσκευος
ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονέω
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
ἀνεπίστητος
View word page
ἀνεπισκότητος
not obscured
ShortDef
not obscured
Debugging
Headword:
ἀνεπισκότητος
Headword (normalized):
ἀνεπισκότητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπισκοτητος
IDX:
7316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7317
Key:
Data
{'content': 'not obscured'}