Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβληματικός
προβληματοπλόκος
προβληματουργικός
προβληματώδης
προβλής
προβλητικός
πρόβλητος
προβλήτωρ
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολεύς
προβολή
προβόλιμος
προβόλιον
πρόβολος
πρόβολος2
προβόσκημα
προβοσκίς
προβοσκός
View word page
προβοηθέω
to hasten to aid before

ShortDef

to hasten to aid before

Debugging

Headword:
προβοηθέω
Headword (normalized):
προβοηθέω
Headword (normalized/stripped):
προβοηθεω
IDX:
73167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73168
Key:

Data

{'content': 'to hasten to aid before'}