Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πρόβλημα
προβληματικός
προβληματοπλόκος
προβληματουργικός
προβληματώδης
προβλής
προβλητικός
πρόβλητος
προβλήτωρ
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολεύς
προβολή
προβόλιμος
προβόλιον
πρόβολος
πρόβολος2
προβόσκημα
προβοσκίς
View word page
προβοάω
to shout before, cry aloud
ShortDef
to shout before, cry aloud
Debugging
Headword:
προβοάω
Headword (normalized):
προβοάω
Headword (normalized/stripped):
προβοαω
IDX:
73166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73167
Key:
Data
{'content': 'to shout before, cry aloud'}