Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματικός
προβληματοπλόκος
προβληματουργικός
προβληματώδης
προβλής
προβλητικός
πρόβλητος
προβλήτωρ
προβλώσκω
προβοάω
προβοηθέω
προβόλαιος
προβολεύς
προβολή
προβόλιμος
προβόλιον
πρόβολος
πρόβολος2
προβόσκημα
View word page
προβλώσκω
to go
ShortDef
to go
Debugging
Headword:
προβλώσκω
Headword (normalized):
προβλώσκω
Headword (normalized/stripped):
προβλωσκω
IDX:
73165
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73166
Key:
Data
{'content': 'to go'}