Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξία
ἀνεπιπρόσθητος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπιρρήτως
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπίσκευος
ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονέω
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
ἀνεπιστήμων
View word page
ἀνεπισκόπητος
unregarded
ShortDef
unregarded
Debugging
Headword:
ἀνεπισκόπητος
Headword (normalized):
ἀνεπισκόπητος
Headword (normalized/stripped):
ανεπισκοπητος
IDX:
7315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7316
Key:
Data
{'content': 'unregarded'}