Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προβιβάζω
προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
προβιοτή
προβιόω
προβίωτος
προβλαστάνω
προβλάστημα
προβλεπτικός
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματικός
προβληματοπλόκος
προβληματουργικός
προβληματώδης
προβλής
προβλητικός
πρόβλητος
προβλήτωρ
προβλώσκω
View word page
προβλέπω
to foresee
ShortDef
to foresee
Debugging
Headword:
προβλέπω
Headword (normalized):
προβλέπω
Headword (normalized/stripped):
προβλεπω
IDX:
73155
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73156
Key:
Data
{'content': 'to foresee'}