Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβιάζομαι
προβιβάζω
προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
προβιοτή
προβιόω
προβίωτος
προβλαστάνω
προβλάστημα
προβλεπτικός
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματικός
προβληματοπλόκος
προβληματουργικός
προβληματώδης
προβλής
προβλητικός
πρόβλητος
προβλήτωρ
View word page
προβλεπτικός
able to foresee

ShortDef

able to foresee

Debugging

Headword:
προβλεπτικός
Headword (normalized):
προβλεπτικός
Headword (normalized/stripped):
προβλεπτικος
IDX:
73154
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73155
Key:

Data

{'content': 'able to foresee'}