Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προβεβουλευμένως
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
προβιοτή
προβιόω
προβίωτος
προβλαστάνω
προβλάστημα
προβλεπτικός
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματικός
προβληματοπλόκος
προβληματουργικός
προβληματώδης
προβλής
προβλητικός
View word page
προβλαστάνω
shoot
ShortDef
shoot
Debugging
Headword:
προβλαστάνω
Headword (normalized):
προβλαστάνω
Headword (normalized/stripped):
προβλαστανω
IDX:
73152
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73153
Key:
Data
{'content': 'shoot'}