Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
προβιοτή
προβιόω
προβίωτος
προβλαστάνω
προβλάστημα
προβλεπτικός
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματικός
προβληματοπλόκος
προβληματουργικός
προβληματώδης
View word page
προβιόω
live before
ShortDef
live before
Debugging
Headword:
προβιόω
Headword (normalized):
προβιόω
Headword (normalized/stripped):
προβιοω
IDX:
73150
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73151
Key:
Data
{'content': 'live before'}