Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
προβιοτή
προβιόω
προβίωτος
προβλαστάνω
προβλάστημα
προβλεπτικός
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματικός
προβληματοπλόκος
προβληματουργικός
View word page
προβιοτή
previous

ShortDef

previous

Debugging

Headword:
προβιοτή
Headword (normalized):
προβιοτή
Headword (normalized/stripped):
προβιοτη
IDX:
73149
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73150
Key:

Data

{'content': 'previous'}