Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξία
ἀνεπιπρόσθητος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπιρρήτως
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπίσκευος
ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονέω
ἀνεπιστημονικός
ἀνεπιστημοσύνη
View word page
ἀνεπισκίαστος
not in the shade

ShortDef

not in the shade

Debugging

Headword:
ἀνεπισκίαστος
Headword (normalized):
ἀνεπισκίαστος
Headword (normalized/stripped):
ανεπισκιαστος
IDX:
7314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7315
Key:

Data

{'content': 'not in the shade'}