Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβατώδης
προβαφή
προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
προβιοτή
προβιόω
προβίωτος
προβλαστάνω
προβλάστημα
προβλεπτικός
προβλέπω
πρόβλημα
προβληματικός
View word page
προβιβασμός
advancing

ShortDef

advancing

Debugging

Headword:
προβιβασμός
Headword (normalized):
προβιβασμός
Headword (normalized/stripped):
προβιβασμος
IDX:
73147
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73148
Key:

Data

{'content': 'advancing'}