Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβατοτροφία
προβατοτρόφος
προβατοχίτων
προβατώδης
προβαφή
προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
προβιοτή
προβιόω
προβίωτος
προβλαστάνω
προβλάστημα
προβλεπτικός
View word page
προβιάζομαι
to force

ShortDef

to force

Debugging

Headword:
προβιάζομαι
Headword (normalized):
προβιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
προβιαζομαι
IDX:
73144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73145
Key:

Data

{'content': 'to force'}