Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβατοπώλης
προβατοστάσιον
προβατοτροφία
προβατοτρόφος
προβατοχίτων
προβατώδης
προβαφή
προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
προβιοτή
προβιόω
προβίωτος
προβλαστάνω
View word page
προβεβουλευμένως
premeditatedly

ShortDef

premeditatedly

Debugging

Headword:
προβεβουλευμένως
Headword (normalized):
προβεβουλευμένως
Headword (normalized/stripped):
προβεβουλευμενως
IDX:
73142
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73143
Key:

Data

{'content': 'premeditatedly'}