Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβατοστάσιον
προβατοτροφία
προβατοτρόφος
προβατοχίτων
προβατώδης
προβαφή
προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
προβιοτή
προβιόω
View word page
προβεβαιόω
confirm before
ShortDef
confirm before
Debugging
Headword:
προβεβαιόω
Headword (normalized):
προβεβαιόω
Headword (normalized/stripped):
προβεβαιοω
IDX:
73140
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73141
Key:
Data
{'content': 'confirm before'}