Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβατοστάσιον
προβατοτροφία
προβατοτρόφος
προβατοχίτων
προβατώδης
προβαφή
προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβίβασις
προβιβασμός
προβιβρώσκω
View word page
προβαφή
previous dipping
ShortDef
previous dipping
Debugging
Headword:
προβαφή
Headword (normalized):
προβαφή
Headword (normalized/stripped):
προβαφη
IDX:
73138
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73139
Key:
Data
{'content': 'previous dipping'}