Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβατοστάσιον
προβατοτροφία
προβατοτρόφος
προβατοχίτων
προβατώδης
προβαφή
προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβίβασις
προβιβασμός
View word page
προβατώδης
like a sheep, simple

ShortDef

like a sheep, simple

Debugging

Headword:
προβατώδης
Headword (normalized):
προβατώδης
Headword (normalized/stripped):
προβατωδης
IDX:
73137
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73138
Key:

Data

{'content': 'like a sheep, simple'}