Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβατοστάσιον
προβατοτροφία
προβατοτρόφος
προβατοχίτων
προβατώδης
προβαφή
προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
προβίβασις
View word page
προβατοχίτων
with coat of sheep's skin

ShortDef

with coat of sheep's skin

Debugging

Headword:
προβατοχίτων
Headword (normalized):
προβατοχίτων
Headword (normalized/stripped):
προβατοχιτων
IDX:
73136
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73137
Key:

Data

{'content': "with coat of sheep's skin"}