Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβατοστάσιον
προβατοτροφία
προβατοτρόφος
προβατοχίτων
προβατώδης
προβαφή
προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
προβιάζομαι
προβιβάζω
View word page
προβατοτρόφος
breeding sheep

ShortDef

breeding sheep

Debugging

Headword:
προβατοτρόφος
Headword (normalized):
προβατοτρόφος
Headword (normalized/stripped):
προβατοτροφος
IDX:
73135
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73136
Key:

Data

{'content': 'breeding sheep'}