Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προβάτιον
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβατοστάσιον
προβατοτροφία
προβατοτρόφος
προβατοχίτων
προβατώδης
προβαφή
προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
πρόβημα
View word page
προβατοστάσιον
sheep-pen
ShortDef
sheep-pen
Debugging
Headword:
προβατοστάσιον
Headword (normalized):
προβατοστάσιον
Headword (normalized/stripped):
προβατοστασιον
IDX:
73133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73134
Key:
Data
{'content': 'sheep-pen'}