Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβατικός
προβάτιον
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβατοστάσιον
προβατοτροφία
προβατοτρόφος
προβατοχίτων
προβατώδης
προβαφή
προβάφιον
προβεβαιόω
προβέβουλα
προβεβουλευμένως
View word page
προβατοπώλης
a sheep-dealer

ShortDef

a sheep-dealer

Debugging

Headword:
προβατοπώλης
Headword (normalized):
προβατοπώλης
Headword (normalized/stripped):
προβατοπωλης
IDX:
73132
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73133
Key:

Data

{'content': 'a sheep-dealer'}