Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
προβατικός
προβάτιον
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβατοστάσιον
προβατοτροφία
προβατοτρόφος
προβατοχίτων
προβατώδης
προβαφή
προβάφιον
View word page
προβατοκόμος
one who tends sheep

ShortDef

one who tends sheep

Debugging

Headword:
προβατοκόμος
Headword (normalized):
προβατοκόμος
Headword (normalized/stripped):
προβατοκομος
IDX:
73129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73130
Key:

Data

{'content': 'one who tends sheep'}