Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεπίξεστος
ἀνεπίπλαστος
ἀνεπίπλεκτος
ἀνεπίπληκτος
ἀνεπιπληξία
ἀνεπιπρόσθητος
ἀνεπίρρεκτος
ἀνεπιρρήτως
ἀνεπισήμαντος
ἀνεπίσκεπτος
ἀνεπίσκευος
ἀνεπισκεψία
ἀνεπισκίαστος
ἀνεπισκόπητος
ἀνεπισκότητος
ἀνεπισταθμεία
ἀνεπιστάθμευτος
ἀνεπιστασία
ἀνεπιστάτητος
ἀνεπίστατος
ἀνεπιστημονέω
View word page
ἀνεπίσκευος
without equipment

ShortDef

without equipment

Debugging

Headword:
ἀνεπίσκευος
Headword (normalized):
ἀνεπίσκευος
Headword (normalized/stripped):
ανεπισκευος
IDX:
7312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7313
Key:

Data

{'content': 'without equipment'}