Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
προβατικός
προβάτιον
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβατοστάσιον
προβατοτροφία
προβατοτρόφος
προβατοχίτων
προβατώδης
προβαφή
View word page
προβατοκάπηλος
a retailer of sheep

ShortDef

a retailer of sheep

Debugging

Headword:
προβατοκάπηλος
Headword (normalized):
προβατοκάπηλος
Headword (normalized/stripped):
προβατοκαπηλος
IDX:
73128
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73129
Key:

Data

{'content': 'a retailer of sheep'}