Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

προβατάγριον
προβατεία
προβάτειος
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
προβατικός
προβάτιον
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
προβατοπώλης
προβατοστάσιον
προβατοτροφία
View word page
προβατοβοσκός
shepherd

ShortDef

shepherd

Debugging

Headword:
προβατοβοσκός
Headword (normalized):
προβατοβοσκός
Headword (normalized/stripped):
προβατοβοσκος
IDX:
73124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73125
Key:

Data

{'content': 'shepherd'}