Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβατεία
προβάτειος
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
προβατικός
προβάτιον
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
προβατοπώλης
View word page
προβατικός
of sheep
ShortDef
of sheep
Debugging
Headword:
προβατικός
Headword (normalized):
προβατικός
Headword (normalized/stripped):
προβατικος
IDX:
73122
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73123
Key:
Data
{'content': 'of sheep'}