Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
προβασκαίνω
προβασκάνιον
προβαστάζω
προβατάγριον
προβατεία
προβάτειος
προβατεύσιμος
προβατευτής
προβατευτικός
προβατεύω
προβατεών
προβατικός
προβάτιον
προβατοβοσκός
προβατογνώμων
προβατοδόρας
προβατοθύτης
προβατοκάπηλος
προβατοκόμος
προβατοκτηνοτρόφος
πρόβατον
View word page
προβατεών
sheep-pen
ShortDef
sheep-pen
Debugging
Headword:
προβατεών
Headword (normalized):
προβατεών
Headword (normalized/stripped):
προβατεων
IDX:
73121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-73122
Key:
Data
{'content': 'sheep-pen'}